- κλίφι
- και κλύφι, το1. κιλίφι*2. κονδυλοφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κιλίφι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλύφι — το βλ. κλίφι … Dictionary of Greek
κελίφι, το — και κλίφι,το (λ. τουρκ.), μαξιλαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)